-
1 категория
-и θ. (φιλοσ.)1. κατηγορία• έννοια• διαίρεση, χωρισμός•категория времени κατηγορία χρόνου•
категория причинности κατηγορία αιτιότητας.
2. επιστημονική διαίρεση (σε είδη, γένη, κατηγορίες).3. ομάδα, γκρουπ•возрастная категория κατηγορία κατά ηλικία.
-
2 разряд
разряд 1-а α.1. είδος• γένος• κατηγορία• τάξη•разделение растений на -ы χώρισμα φυτών σε κατηγορίες•
высший разряд ανώτατη κατηγορία•
низший разряд κατώτατη κατηγορία.
2. βαθμός ειδίκευσης•заработная плата по третьему -у πληρωμή με τρίτη κατηγορία (ειδίκευσης).
3. παλ. κρατικό διοικητικό ίδρυμα.4. πλθ. -ы στρατιωτικό βιβλίο διαταγών και διατάξεων.разряд 2-а α.εκκένωση, άδειασμα• απογέμιση•разряд батареи εκκένωση συσσωρευτή•
разряд ружья απογέμιση του όπλου.
-
3 обвинение
-я ουδ.κατηγορία•он арестован по -ю в воровстве αυτός πιάστηκε με την κατηγορία κλοπής•
он судится по -ю в измене αυτός δικάζεται με την κατηγορία προδοσίας•
свидетели со стороны -я μάρτυρες κατηγορίας.
-
4 разряд
1. (группировка объектов) η κατηγορία, η ομάδα 2. эл. η εκκένωση, η εκφόρτιση (του ηλεκτρισμού)атмосферные - ы οι ατμοσφαιρικές παρεμβολές, τα αιμοσφαιρικά παράσιταсамостягивающийся - αυτο-συστελλόμενη - (κάτω από την επίδραση του μαγνητικού πεδίου)3. (вчт., мат) το (δυαδικό) ψηφίο 4. (степень) о βαθμός, το είδος, η κατηγορία, η τάξη 5. (электронный) η ηλεκτρονική εκκένωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разряд
-
5 категория
категория ж η κατηγορία весовая \категория το σωματικό βάρος* * *жη κατηγορίαвесова́я катего́рия — το σωματικό βάρος
-
6 класс
I класс Ι м (социальная группа) η τάξη* рабочий \класс η εργατική τάξη II класс II м 1) (в школе ) η τάξη η αίθουσα (помещение ) 2) спорт, η τάξη, η κατηγορία спортсмен высокого \класса ο αθλητής πρώτης κατηγορίας* * *I м( социальная группа) η τάξηII мрабо́чий класс — η εργατική τάξη
2) спорт. η τάξη, η κατηγορίαспортсме́н высо́кого класса — ο αθλητής πρώτης κατηγορίας
-
7 обвинение
-
8 разряд
-
9 упрёк
-
10 разряд
разряд Iм (разряжение) ἡ ἐκκένωση[-ις], τό ἀδειασμα:электрический \разряд ἡ ἡλεκτρική ἐκκένωση [-ις].разряд IIм (класс, группа) ἡ κατηγορία, ἡ τάξη [-ις], ἡ συνομοταξία:высший \разряд ἡ ἀνωτάτη κατηγορία. -
11 класс
-а α.1. τάξη•рабочий класс εργατική τάξη•
буржуазный класс αστική τάξη•
класс эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών•
господствующий класс η κυρίαρχη τάξη•
борьбе -ов πάλη των τάξεων.
|| υποδιαίρεση•класс млекопитающих η τάξη των θηλαστικών•
класс земноводных η τάξη των αμφιβίων•
класс двудольных растений η τάξη των δικοτυλήδόνων φυτών.
|| κατηγορία• θέση•вагон третьего -а βαγόνι, τρίτης κατηγορίας•
билет первого -а εισιτήριο πρώτης θέσης.
2. σχολική υποδιαίρεση•ученик пятого -а μαθητής της πέμπτης τάξης.
|| αίθουσα διδασκαλίας•ученики вышли из -а οι μαθητές βγήκαν από την τάξη.
|| παλ. το μάθημα, η ώρα του μαθήματος•класс кончился το μάθημα τέλειωσε.
|| πλθ. -ы είδος παιγνιδιού.3. ποιότητα• κατηγορία•драгоценные камни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης.
|| βαθμίδα•водитель 1-го -а οδηγός 1-ς κατηγορίας.
|| υψηλό επίπεδο•показать класс δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη).
-
12 выдвигать
1. (одну деталь из другой) προωθώ, προβάλλω 2. (блок, ящик и т.п.) τραβώσύρω3. (сведения, данные и т.п.) παρουσιάζωπροβάλλωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выдвигать
-
13 деноминация
(фин., эк)1. (переименование бумажных денежных знаков с понижением их нарицательной стоимости) η νομισματική μεταρρύθμιση (η περικοπή των μηδενικών του νομίσματος) 2. (купюра) το χαρτονόμισμα, (достоинство) η κατηγορία της ονομαστικής αξίας (του χαρτονομίσματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деноминация
-
14 категория
η κατηγορία, η κλάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > категория
-
15 квалификация
1. (уровень профессиональной подготовки) η επαγγελματική κατάρτιση, η ειδίκευση, η ειδικότητα 2. (официально присваиваемый разряд или категория) η επίσημη κατηγορία, η κλάση (σχετική με το επίπεδο της επαγγελματικής εκπαίδευσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квалификация
-
16 класс
1. (разряд, группа) η τάξη, η κατηγορία, η ομάδα, ο τύπος 2. (помещение) η τάξη 3. (степень, уровень) η τάξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > класс
-
17 контингент
1. (группа, категория) η ομάδα, η κατηγορία 2. (количество, норма) ο καθορισμένος επιτρεπόμενος αριθμός, το σύνολο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контингент
-
18 обвинение
η κατηγορία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обвинение
-
19 осуждение
1. юр. η καταδίκη 2. (неодобрение, порицание) η κατάκριση, η επίκριση, η κατηγορία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осуждение
-
20 отпадать
πέφτω^обвинение - ло η κατηγορία καταρρίφθηκε.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отпадать
См. также в других словарях:
κατηγορία — κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc/acc dual κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek
κατηγορίᾳ — κατηγορίαι , κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — η 1. ενοχοποίηση: Άκουσα πολλές κατηγορίες εναντίονμου. 2. σύνολο πολλών όντων ή πραγμάτων ομοιογενών, τάξη, συνομοταξία: Το κουρείο αυτό είναι πρώτης κατηγορίας. 3. στη φιλοσοφία, βασική ενέργεια του νου που δεν μπορεί να αναλυθεί πιο πέρα σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηγορίας — κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem acc pl κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορίαι — κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατελείς μύκητες — Κατηγορία μυκήτων που δεν παρουσιάζουν φυλετική διαφοροποίηση. Η αναπαραγωγή σε αυτούς είναι βλαστητική και τα προϊόντα της είναι τα κονίδια ή σπόρια. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει πολλά και σπουδαία, από οικονομική άποψη, γένη, όπως το πενικίλλι … Dictionary of Greek
ελεύθεροι επαγγελματίες — Κατηγορία εργαζομένων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ελεύθερη και όχι σε μισθωτή βάση και αμείβονται από τους πελάτες τους μετά από σχετική και ανά περίπτωση συμφωνία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι δικηγόροι ε … Dictionary of Greek
μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με … Dictionary of Greek
κατηγορίαν — κατηγορίᾱν , κατηγορία accusation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… … Dictionary of Greek